λογιστής
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λογιστής | λογιστές |
γενική | λογιστή | λογιστών |
αιτιατική | λογιστή | λογιστές |
κλητική | λογιστή | λογιστές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογιστής < αρχαία ελληνική λογιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογιστής αρσενικό, λογίστρια θηλυκό
- αυτός που ασχολείται με τα λογιστικά, την διαχείριση, τον έλεγχο, την απεικόνιση και την καταγραφή των πόρων (οικονομικών ή άλλων) μιας μονάδας ή ομάδας ή/και μεγαλύτερων κοινωνικών συνόλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογιστής
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογιστής < → Η ετυμολογία λείπει.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογιστής αρσενικό
- ο δάσκαλος της αριθμητικής
- κάποιος που σκέπτεται λογικά
- (συνήθως στον πληθυντικό) αιρετός ελεγκτής στην Αθήνα που έλεγχε τους λογαριασμούς του δημοσίου