λογιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογιστικός < αρχαία ελληνική λογιστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]λογιστικός
- που έχει σχέση με την λογιστική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που είναι ικανός ή κατάλληλος να κάνει υπολογισμούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία](λογιστική)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογιστικός