λογιστικό στοιχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογιστικό στοιχείο < → δείτε τις λέξεις λογιστικός και στοιχείο
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
λογιστικό στοιχείο ουδέτερο
- (λογιστική) συνώνυμο του παραστατικό
- ※ Τα λογιστικά αρχεία περιλαμβάνουν τόσο τα τηρούμενα «λογιστικά βιβλία», όσο και τα «λογιστικά στοιχεία» (παραστατικά) [1]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Άρθρα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ν. 4308/2014)-Κατηγοριοποίηση και Υποχρεώσεις των Επιχειρήσεων-Σχέδιο Λογαριασμών-Οικονομικές Καταστάσεις των Ε.Λ.Π.-Πρώτη εφαρμογή. Δημοσίευση 2015-12-15. Πρόσβαση 2021-08-25.