λογομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λογομάχος αρσενικό
- πρόσωπο που εμπλέκεται, ως ρήτορας, συγγραφέας ή αρθρογράφος, σε έντονες αντιδικίες για διαφορά ζητήματα και έχει την ικανότητα να αναπτύσσει με αποτελεσματικότητα την επιχειρηματολογία του, συνήθως με επιθετικό τόνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λογομάχος