λογομαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογομαχώ < (ελληνιστική κοινήλογομαχέω / λογομαχῶ < αρχαία ελληνική λόγος + μάχομαι

λογομαχώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]