λογοτέχνισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοτέχνισσα < λογοτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοτέχνισσα θηλυκό
- (σπάνιο, επάγγελμα) συνώνυμο του λογοτέχνιδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοτέχνισσα
|