λογόγραμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λογόγραμμα τα λογογράμματα
      γενική του λογογράμματος των λογογραμμάτων
    αιτιατική το λογόγραμμα τα λογογράμματα
     κλητική λογόγραμμα λογογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

αγγλικά: logogram (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουδέτερο

  • (γλωσσολογία) χαρακτήρας που συμβολίζει ακέραια-ολόκληρη λέξη (όχι μονό φώνημα ή συλλαβογραφή εκτός αν ταυτίζονται με λέξη)
    Τα κινέζικα ιδεογράμματα και οι σύγχρονοι αριθμητικοί χαρακτήρες αποτελούν λογογράμματα.
    πχ τα @, #, €, &, % κτλ.