λογόφερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογόφερμα ουδέτερο
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λογοφέρω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λογομαχία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογόφερμα
|