λοιμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λοιμός οι λοιμοί
      γενική του λοιμού των λοιμών
    αιτιατική τον λοιμό τους λοιμούς
     κλητική λοιμέ λοιμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοιμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λοιμός (πανούκλα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοι‐μός
ομόηχο: λιμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λοιμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]