λομπίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λομπίστας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λομπίστας αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο που δρα για λογαριασμό μιας ομάδας πίεσης, για ένα λόμπι
- άτομο που κινεί νήματα «παρασκηνιακά», ο κινών τις μαριονέτες του πολιτικού παιγνίου