λοξοδρομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοξοδρομικός < λοξοδρομία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
λοξοδρομικός
- που έχει σχέση με λοξοδρομία ή λοξοδρόμηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λοξοδρομικός
|