λοξοδρομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λοξοδρομώ < ελληνιστική κοινή λοξοδρόμος + -ώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lo.kso.ðro.ˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐ξο‐δρο‐μώ
Ρήμα
[επεξεργασία]λοξοδρομώ
- στρίβω λοξά και βγαίνω από την πορεία μου
- (μεταφορικά) χάνω το στόχο μου και ασχολούμαι με άλλα πράγματα από αυτά που αρχικά ήθελα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λοξοδρόμηση
- λοξοδρομία
- λοξοδρομικός
- λοξοδρόμισμα
- → δείτε τις λέξεις λοξός και δρόμος