λουβί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουβί τα λουβιά
      γενική του λουβιού των λουβιών
    αιτιατική το λουβί τα λουβιά
     κλητική λουβί λουβιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουβί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λουβίν, μορφή του λοβίον < λόβιον < αρχαία ελληνική λοβός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /luˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐βί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λουβί ουδέτερο

  1. (βοτανική) το περικάρπιο, η θήκη των σπόρων (σποροθήκη) των οσπρίων και άλλων φυτών
  2. (βοτανική) (συνήθως στον πληθυντικό) αμπελοφάσουλο
  3. (κυπριακά) → δείτε τη λέξη λουβίν φασόλι μαυρομάτικο (συνήθως στον πληθυντικό: λουβιά)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λοβός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]