λουδοβίκεια κυνάγχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουδοβίκεια κυνάγχη < λουδοβίκεια + κυνάγχη ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Ludwig's angina < Wilhelm Frederick von Ludwig)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουδοβίκεια κυνάγχη θηλυκό
- (ιατρική) γαγγραινώδης φλεγμονή στην περιοχή του στόματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουδοβίκεια κυνάγχη