λουδοβίκειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουδοβίκειος < Λουδοβίκος + -ειος
Επίθετο[επεξεργασία]
λουδοβίκειος, -α, -ο
- που έχει σχέση με Λουδοβίκο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) λουδοβίκειο / λουδοβίκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Λουδοβίκος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουδοβίκειος
|