λουκάνικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουκάνικο < μεσαιωνικά ελληνικά: λουκάνικον < λατινικά: lucanicum (la) είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουκάνικο ουδέτερο
- φαγώσιμο από χοιρινό ή βοδινό κρέας, ψιλοκομμένο και γεμισμένο με καρυκεύματα, σε σχήμα κυλινδρικό
- κυλινδρικός υφασμάτινος σάκος που συνήθως χρησιμοποιείται από στρατιώτες
- (μεταφορικά), (σκωπτικό) οτιδήποτε μοιάζει με λουκάνικο
- (κατ' επέκταση) ο φαλλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουκάνικο (φαγώσιμο)
λουκάνικο (σάκος)