λουκουμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λουκουμάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουκουμάς οι λουκουμάδες
      γενική του λουκουμά των λουκουμάδων
    αιτιατική τον λουκουμά τους λουκουμάδες
     κλητική λουκουμά λουκουμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια μερίδα λουκουμάδες.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουκουμάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لقمه (lukme, lokma) [1] (τουρκική lokma) + με ανάπτυξη [u] στο σύμπλεγμα [km] [2] < αραβική لُقْمَة (luqma, κομματάκι, μπουκιά) < ρίζα ل ق م (l q m) (δείτε και λουκούμι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lu.kuˈmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐κου‐μάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λουκουμάς αρσενικό

  1. (γλυκό) γλύκισμα από ζύμη που τηγανίζεται και σερβίρεται περιχυμένο με μέλι ή πασπαλισμένο με ζάχαρη
  2. (μεταφορικά) μειωτική προσφώνηση για άνθρωπο μαλθακό, πλαδαρό
     συνώνυμα: → δείτε στο βουτυρόπαιδο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1638 - Redhouse, James W. (1890) A Turkish and English Lexicon. (Τουρκικό [οθωμανικό] και αγγλικό λεξικό) Κωνσταντινούπολη: A. H. Boyajian. (ανατύπωση).
  2. λουκουμάς Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 

Πηγές[επεξεργασία]