Μετάβαση στο περιεχόμενο

λουλάκι

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: λουλακί
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουλάκι τα λουλάκια
      γενική του λουλακιού των λουλακιών
    αιτιατική το λουλάκι τα λουλάκια
     κλητική λουλάκι λουλάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λουλάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λουλάκιν < αραβική ليلك (līlak, πασχαλιά) < περσική لیلک (līlak)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /luˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λουλάκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λουλάκι ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]