Μετάβαση στο περιεχόμενο

λουμπαρδάρης

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λουμπαρδάρης < λουμπάρδ(α) + -άρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λουμπαρδάρης αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]