Μετάβαση στο περιεχόμενο

λουξ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λουξ (επίθετο) < (λόγιο δάνειο) γαλλική luxe < λατινική luxus (πολυτέλεια) [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewg- (κάμπτω, συστρέφω)
λουξ (ουσιαστικό) < (λόγιο δάνειο) γερμανική Lux < λατινική lux < πρωτοϊταλική *louks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, λαμπερός, φωτεινός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈluks/

Επίθετο

[επεξεργασία]

λουξ άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λουξ ουδέτερο άκλιτο

  1. (παρωχημένο) είδος φωτιστικού (που καίει πετρέλαιο ή άλλο υλικό)
  2. (φυσική, ηλεκτρολογία) μονάδα μέτρησης που μετράει την φωτεινή ισχύ (λούμεν) ανά περιοχή
    σύμβολο: lx

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)