λουπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. ζουμάρω - κοιτάζω με φακό - λούπα τυπογράφου
  2. επαναλαμβάνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]