λουσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λούζω, λούζομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /luˈzme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]λουσμένος, -η, -ο
- που έχει λούσει τα μαλλιά του
- βγήκε έξω λουσμένος και κρύωσε
- (μεταφορικά) που έχει λουστεί
- είδα την πόλη από μακριά, λουσμένη στο φως