λουστρίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουστρίνι τα λουστρίνια
      γενική του λουστρινιού των λουστρινιών
    αιτιατική το λουστρίνι τα λουστρίνια
     κλητική λουστρίνι λουστρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουστρίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική lustrin
Ένα μαύρο ανδρικό λουστρίνι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λουστρίνι ουδέτερο

  1. δέρμα με επίστρωση ειδικού γυαλιστερού βερνικιού, ώστε να μην ξεβάφει για να μην χρειάζεται συχνό βάψιμο
  2. (συνεκδοχικά) κάθε τι κατασκευασμένο με τέτοιο δέρμα
  3. (ειδικότερα) (συνήθως στον πληθυντικό) παπούτσι από λουστρίνι

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]