λουτρώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουτρώνας οι λουτρώνες
      γενική του λουτρώνα των λουτρώνων
    αιτιατική τον λουτρώνα τους λουτρώνες
     κλητική λουτρώνα λουτρώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουτρώνας < αρχαία ελληνική λουτρών < λουτρόν < λούω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λουτρώνας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]