λουτσέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουτσέκι τα λουτσέκια
      γενική του λουτσεκιού των λουτσεκιών
    αιτιατική το λουτσέκι τα λουτσέκια
     κλητική λουτσέκι λουτσέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουτσέκι < μεσαιωνική ελληνική λουτσέκι[1] < τουρκική ölçek < ölçmek (μετρώ) < παλαιά τουρκική *ül(ü)ş-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λουτσέκι ουδέτερο

  • (παρωχημένο) μονάδα μέτρησηςχωρητικότητας) δημητριακών, ίσο με 40 οκάδες ή δύο κουβέλια
    1793, Μαρτίου 18. Κακὸν ὁποῦ ὑπέστην ἐγὼ ὁ δύστυχος, ἦλθε ἡ ἀκρίβεια εἰς τὰ Τρίκαλα καὶ πάησε τὸ λοτζέκι τρία καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς (...) φυλάῃ ἀπὸ παραπάνω. (Από ενθύμηση σε εκκλησιαστικό βιβλίο· βλ. Γουγουλάκη-Ζιώζια Ευαγγελία, Αξιοσημείωτα ιστορικά γεγονότα και άλλα συμβάντα στην περιοχή των Τρικάλων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπως μαρτυρούνται από διάφορες ενθυμήσεις, περιοδικό Τρικαλινά, 13, 1993, σελ. 268)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. λουτσέκι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].