λουφάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουφάζω < μεσαιωνική ελληνική λωφάζω < αρχαία ελληνική λωφάω/ λωφῶ (αναπαύομαι, ησυχάζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

λουφάζω

  1. μένω ακίνητος και αμίλητος
  2. (κατ’ επέκταση) κρύβομαι σε ασφαλές μέρος προσπαθώντας να μη με αντιληφθεί κάποιος εχθρός, περιμένοντας να περάσει ένας κίνδυνος
    Ἁφουγκράσου! Πῶς τ' ἀηδόνι / λούφαξε στὴν ἐρημιά. / Ἄκουσ' ἄκουσε τὸν γκιόνη, / παύει νὰ μοιρολογᾶ... (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Νύχτα βασάνου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]