λουφατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουφατζής < λούφα + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουφατζής οι λουφατζήδες
      γενική του λουφατζή των λουφατζήδων
    αιτιατική τον λουφατζή τους λουφατζήδες
     κλητική λουφατζή λουφατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λουφατζής αρσενικό
  1. αυτός που αποφεύγει συστηματικά ανάληψη εργασίας, ή υπηρεσίας ιδιαίτερα στο στρατό, σε βάρος των συναδέλφων του
  2. αυτός που λουφάζει, μαζεύεται από φόβο ή αμηχανία και μένει σιωπηρός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]