λουόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουόμενος η λουόμενη το λουόμενο
      γενική του λουόμενου της λουόμενης του λουόμενου
    αιτιατική τον λουόμενο τη λουόμενη το λουόμενο
     κλητική λουόμενε λουόμενη λουόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουόμενοι οι λουόμενες τα λουόμενα
      γενική των λουόμενων των λουόμενων των λουόμενων
    αιτιατική τους λουόμενους τις λουόμενες τα λουόμενα
     κλητική λουόμενοι λουόμενες λουόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος λούω· λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική λούομαι (λούζομαι), με λανθασμένη μεταβολή σημασίας ως μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική baigneur [1]

Μετοχή[επεξεργασία]

λουόμενος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]