λοφίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λοφίσκος | οι | λοφίσκοι |
γενική | του | λοφίσκου | των | λοφίσκων |
αιτιατική | τον | λοφίσκο | τους | λοφίσκους |
κλητική | λοφίσκε | λοφίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοφίσκος < λόφος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λοφίσκος ουδέτερο
- χαμηλός λόφος