Μετάβαση στο περιεχόμενο

λούγκο

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λούγκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lungo (για τον καφέ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

λούγκο άκλιτο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Lungo στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]