λούκουμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λούκουμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λούκουμος αρσενικό

  • (ειρωνικό) η πιθανά τελευταία παρτίδα ή ο πιθανά τελευταίος γύρος με τον οποίο αν κερδίσει κάποιος τελειώνει το παιχνίδι με νίκη, αλλά αν δεν κερδίσει συνεχίζεται (π.χ. η πιθανά τελευταία βολή στο βόλεϊ ή στο πινγκ-πονγκ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]