Μετάβαση στο περιεχόμενο

λούμεν

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λούμεν < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lumen[1] < λατινική lumen (φως) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *léwksmn̥ < *lewk- (λευκός, λαμπρός, φωτεινός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlu.men/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λούμεν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λούμεν ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Γάλλο μηχανικό και φυσικό André Blondel το 1894.