λούννω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λούννω < → δείτε αρχαία ελληνική λούω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]λούννω (παθητική φωνή: λούννουμαι)
- (κυπριακά) (μεταβατικό) πλένω κάτι έμψυχο, κυρίως άνθρωπο ή ζώο
- (κυπριακά) (μεταβατικό) (μεταφορικά) βρέχω πάρα πολύ κάποιον, μουσκεύω κάποιον
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)