λυγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυγμός οι λυγμοί
      γενική του λυγμού των λυγμών
    αιτιατική τον λυγμό τους λυγμούς
     κλητική λυγμέ λυγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυγμός < αρχαία ελληνική λυγμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυγμός αρσενικό

  1. η απότομη σύσπαση που κάνει το στήθος και ο λάρυγγας κατά τη διάρκεια ισχυρού και παρατεταμένου κλάματος
    δεν το λυπάσαι που κλαίει τόση ώρα με λυγμούς;

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυγμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυγμός αρσενικό

  1. λόξιγκας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]