Μετάβαση στο περιεχόμενο

λυκαυγές

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το λυκαυγές
      γενική του λυκαυγούς
    αιτιατική το λυκαυγές
     κλητική λυκαυγές
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λυκαυγές < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυκαυγές, ουδέτερο του λυκαυγής < *λύκη + αὐγής (< αὐγή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λυκαυγές ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. το μισόφωτο πριν χαράξει για τα καλά η μέρα
  2. (μεταφορικά) η αρχή, το ξεκίνημα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λυκαυγές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λυκαυγής < *λύκη + αὐγής (< αὐγή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λυκαυγές ουδέτερο, μόνο στον ενικό