λυκοπολιτική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυκοπολιτική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λυκοπολιτικός < Λυκόπολις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκοπολιτική θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λυκοπολιτική