λυκόπουλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυκόπουλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λυκόπουλο[1][2] < (λύκος) λυκ- + -όπουλο
- για τη σημασία στον προσκοπισμό: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wolf cub[3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liˈko.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐κό‐που‐λο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του λύκος
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό ενός λύκου
- παιδί, μέλος του παιδικού τμήματος στον προσκοπισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λύκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λύκος
μικρός λύκος ή μικρό λύκου
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λυκόπουλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ s.v. λύκος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ λυκόπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκόπουλο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του λύκος
Πηγές
[επεξεργασία]- λυκόπουλο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λυκ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -όπουλο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λυκ- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -όπουλο (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Θηλαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζώα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)