λυκόφως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λυκόφως | ||
γενική | του | λυκόφωτος | ||
αιτιατική | το | λυκόφως | ||
κλητική | λυκόφως | |||
Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λυκόφως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυκόφως < *λύκη (αμυδρό φως) + φῶς
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λυκόφως ουδέτερο, μόνο στον ενικό, γενική: του λυκόφωτος
- το λίγο φως που παραμένει μετά τη δύση του ήλιου
- (μεταφορικά) το τέλος μιας εποχής, μιας ιστορικής περιόδου
- Το Λυκόφως των Θεών (στην όπερα του Βάγκνερ, "Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν")
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
λυκόφως στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυκόφως
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λυκόφως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυκόφως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αεριόφως' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)