λυμαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυμαίνομαι < αρχαία ελληνική λυμαίνομαι < λύμη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈme.no.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

λυμαίνομαι

  1. προκαλώ καταστροφές, ρημάζω
    Σαρακηνοί πειρατές λυμαίνονταν τα νησιά του Αιγαίου, λήστευαν κι αιχμαλώτιζαν ανθρώπους
  2. εκμεταλλεύομαι κάτι και αποκτώ κέρδος από αυτό με αθέμιτο τρόπο
    επιτήδειοι λυμαίνονται το δημόσιο πλούτο

παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]