λυοφιλοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυοφιλοποίηση οι λυοφιλοποιήσεις
      γενική της λυοφιλοποίησης* των λυοφιλοποιήσεων
    αιτιατική τη λυοφιλοποίηση τις λυοφιλοποιήσεις
     κλητική λυοφιλοποίηση λυοφιλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λυοφιλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυοφιλοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυοφιλοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]