Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λυπημένος
5 γλώσσες
English
Kurdî
Malagasy
Polski
Türkçe
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λυπημέν
ος
η
λυπημέν
η
το
λυπημέν
ο
γενική
του
λυπημέν
ου
της
λυπημέν
ης
του
λυπημέν
ου
αιτιατική
τον
λυπημέν
ο
τη
λυπημέν
η
το
λυπημέν
ο
κλητική
λυπημέν
ε
λυπημέν
η
λυπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λυπημέν
οι
οι
λυπημέν
ες
τα
λυπημέν
α
γενική
των
λυπημέν
ων
των
λυπημέν
ων
των
λυπημέν
ων
αιτιατική
τους
λυπημέν
ους
τις
λυπημέν
ες
τα
λυπημέν
α
κλητική
λυπημέν
οι
λυπημέν
ες
λυπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
λυπημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λυπώ
,
λυπάμαι
και
λυπούμαι
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
λυπημένος
, -η, -ο
που νιώθει
λύπη
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
θλιμμένος
στεναχωρημένος
και
στενοχωρημένος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
λυπημένος
αγγλικά
:
sad
(en)
γαλλικά
:
triste
(fr)
εβραϊκά
:
עצוב
(he)
ιταλικά
:
triste
(it)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
λυπημένος
5 γλώσσες
Προσθήκη θέματος