λυπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λυπῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυπώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λυπῶ, συνηρημένος τύπος του λυπέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐πώ
ομόηχο: λοιπό
τονικό παρώνυμο: λείπω

Ρήμα[επεξεργασία]

λυπώ, πρτ.: λυπούσα, στ.μέλλ.: θα λυπήσω, αόρ.: λύπησα, παθ.φωνή: λυπάμαι/λυπούμαι, π.αόρ.: λυπήθηκα, μτχ.π.π.: λυπημένος

  • προξενώ σε κάποιον λύπη
    μας λυπεί πολύ η απουσία του καλού μας φίλου από αυτήν την εκδήλωση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]