λυρικό θέατρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
λυρικό θέατρο θηλυκό
- (μουσική) το μελόδραμα, τα έργα όπερας
- συνώνυμο του λυρική σκηνή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυρικό θέατρο
|