λυρικό θέατρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυρικό θέατρο < → δείτε τις λέξεις λυρικός και θέατρο

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

λυρικό θέατρο θηλυκό

  1. (μουσική) το μελόδραμα, τα έργα όπερας
  2. συνώνυμο του λυρική σκηνή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]