λυσίκακος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσίκακος < λύω + κακόν

Επίθετο[επεξεργασία]

λυσίκακος

  • αυτός που λυτρώνει από το κακό

Συγγενικά[επεξεργασία]