λυσίπονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λυσίπονος < αρχαία ελληνική, μορφολογικά αναλύεται λυσί- + -πονος
Επίθετο[επεξεργασία]
λυσίπονος, -η, -ο
- που διώχνει τον πόνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυσίπονος
|