λυσσάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσσάζω < μεσαιωνική ελληνική λυσσάζω / λυσσιάζω < αρχαία ελληνική λυσσάω / λυσσῶ < λύσσα

Ρήμα[επεξεργασία]

λυσσάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]