λυσσαλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λυσσαλέος < λύσσα
Επίθετο[επεξεργασία]
λυσσαλέος
- ↪ λυσσαλέο μίσος, λυσσαλέος αγώνας
- ↪ έκαναν λυσσαλέες προσπάθειες να καταστρέψουν τον αντίπαλο