λυσσαλέως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσσαλέως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λυσσαλέως, ήδη το 1896.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε λυσσαλέ(ος) + -ως.

Επίρρημα[επεξεργασία]

λυσσαλέως

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 616, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές[επεξεργασία]