λυσσομανάει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.so.maˈna.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυσ‐σο‐μα‐νά‐ει

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λυσσομανάει