λυσσώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσσώ < αρχαία ελληνική λυσσάω / λυσσῶ < λύσσα

Ρήμα[επεξεργασία]

λυσσώ

  1. προσβάλλομαι από την ασθένεια της λύσσας
    Ο σκύλος λύσσαξε.
  2. με πιάνει ασυγκράτητη οργή
    Έχει λυσσάξει που τον χώρισε.
  3. επιθυμώ έντονα ή με μανία κάποιον ή κάτι
    Λυσσάνε να με παντρέψουν.
  4. (για καιρικά φαινόμενα) εκδηλώνομαι με μεγάλη σφοδρότητα
    Η θάλασσα λυσσά.
  5. κυριεύομαι υπερβολικά από κάτι
    Λυσσώ στη δίψα.
  6. υποβάλλω κάποιον σε κάτι υπερβολικό ή τον επιβαρύνω με κάτι δυσάρεστο
    Με έχεις λυσσάξει με την ωραιοπάθειά σου.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]